Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



εξαλείφω, ξεκαθαρίζω, καθαρίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, καταστρέφω οικονομικά


Ερμηνεία:



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Precarious preferences wipe out a butterfly population.Armstrong A.Nature. 2018 May;557(7704):171.

Exclusive: Battle to wipe out debilitating Guinea worm parasite hits 10 year delay.Roberts L.Nature. 2019 Oct;574(7777):157-158.

Reversibility of postoperative wipe-out following glaucoma filtering surgery.Zheng L, Sandhu S, Wechsler D.Clin Exp Ophthalmol. 2019 Dec;47(9):1211-1214.



Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: